«Η άλωση της Τριπολιτσάς εστάθη το πρώτον θεμέλιον της λευτεριάς μας. Τότε εφοβήθη ο Τούρκος· τότε ελπίσαμεν και ημείς εις την σωτηρίαν μας».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στην «Διήγησιν Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής», τα απομνημονεύματά του δηλαδή, τα οποία υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη, μιλά εκτενώς για την πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς, την οποία θεωρεί κορυφαία στιγμή της Επανάστασης.
Ο Γέρος, Θεωρούσε την Τριπολιτσά «καρδιά του Μοριά», γιατί εκεί βρίσκονταν το τουρκικό διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο. Έλεγε χαρακτηριστικά πως αν δεν έπεφτε η Τριπολιτσά, δεν θα στερεωνόταν η Επανάσταση.
«Την Τριπολιτσά, οπού την είχε τόσα χρόνια ποθητή ο λογισμός μου, την εκυρίεψα· έκαμα την προσευχήν μου· εδάκρυσαν τα μάτια μου· είπα· "Θεέ μου, εδόθη η νίκη, και από την ημέρα αυτήν η Πατρίς μας ελευθερώθη".
Εγώ δεν έβλεπα ούτε σπίτια, ούτε πλούτη, ούτε τίποτε· έβλεπα μόνον Πατρίδα· και όλα τα άλλα δεν με μέλλανε.
Εγένετο τότε σκοτωμός μεγάλος· επήραν οι Έλληνες πολύ πράμα· και από τότε εστερεώθη το ελληνικόν».
Δηλαδή, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εξομολογείται πως, ενώ γύρω του επικρατούσε σφαγή και λεηλασία, εκείνος είδε την άλωση ως την πραγματική αρχή της ελευθερίας.
Πάμε όμως να εξετάσουμε τα ίδια τα γεγονότα της πολιορκίας και της άλωσης της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821: Τέσσερα μεγάλα σώματα πολιορκητών σχημάτιζαν ημικύκλιο γύρω από την Τριπολιτσά. Το αριστερό κατείχε ο Κολοκοτρώνης με 2.500 άντρες, το δεξιό ο Γιατράκος με 1.500, το κέντρο με 1.000 ο Αναγνωσταράς και πίσω από το δεξιό και το κέντρο βρισκόταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με 1.500 άντρες. Οι δρόμοι προς Άργος και Λεοντάρι φυλάγονταν από 150 και τριακόσιους άντρες αντίστοιχα. Πραγματικός αρχηγός ήταν ο Κολοκοτρώνης.
Από τα χαράματα της 23ης Σεπτεμβρίου, όλη η Τριπολιτσά ήταν σε μεγάλη αναστάτωση. Οι Αλβανοί ετοιμάζονταν να βγουν ενώ οι Τούρκοι συζητούσαν για νέες διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες. Συνέπεια αυτής της αναστάτωσης ήταν να μείνει αφρούρητο το κανονοστάσιο της πύλης της Ναυπλίας.
Σύμφωνα με τον Τρικούπη, τις εννέα η ώρα το πρωί πενήντα άντρες, με δική τους πρωτοβουλία, ανέβηκαν στο τείχος πατώντας ο ένας στους ώμους του άλλου, άνοιξαν την πύλη και ύψωσαν την ελληνική σημαία. Οι Τούρκοι σήμαναν συναγερμό, οι Έλληνες άνοιξαν κι άλλες πύλες, κι όρμησαν όλοι μέσα στην πόλη.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν ν’ αντισταθούν, αλλά μάταια. Μερικοί κλείστηκαν στην Μεγάλη Τάπια, την ακρόπολη δηλαδή, άλλοι στο τουρκικό σχολείο και πολλοί οχυρώθηκαν στα σπίτια τους. Ελάχιστοι παραδόθηκαν. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν ή «εκάησαν μέσα εις αυτά με της φαμίλιαις των παρά να παραδοθούν εις τους δούλους των».Ο Δελήμπασης (αρχηγός του ιππικού) του Χουρσίτ έβαλε φωτιά στο σαράι για να κάψει τα χαρέμια, αλλά οι Έλληνες πρόλαβαν να σβήσουν την φωτιά και οι γυναίκες των πασάδων παραδόθηκαν στην φύλαξη του Πετρόμπεη.
Όλοι οι Τούρκοι αρχηγοί αιχμαλωτίστηκαν, αλλά το πλήθος των Τούρκων έμελλε να σφαγεί ανηλέητα.
Διηγήσεις των οπλαρχηγών
«Ήτον ημέρα καταστροφής, πυρκαϊάς, λεηλασίας και αίματος. Άνδρες, γυναίκες, παιδία, όλοι απέθνησκαν......η δε δίψα της εκδικήσεως κατεσίγαζε την φωνήν της φύσεως. Εν ταις οδοίς, εν ταις πλατείαις, παντού δεν ηκούοντο ειμή μαχαιροκτυπήματα, πυροβολισμοί, πάταγοι κατεδαφιζομένων οικιών εν μέσω φλογών, φρυάγματα οργής και γόοι θανάτου• εστρώθη το έδαφος πτωμάτων......εφαίνοντο δε οι Έλληνες ως θέλοντες να εκδικηθώσιν εν μια ημέρα αδικήματα τεσσάρων αιώνων. Οι δε εν Τριπολιτσά Εβραίοι......όλοι κατεστράφησαν». Αυτή είναι η αφήγηση της σφαγής κατά τον Τρικούπη.
Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, διηγείται πως «Επλημμύρισαν οι οδοί από αίματα· δεν ηξεύρε τις να διακρίνη τους σκοτωμένους από τους ζωντανούς».
Ο Φωτάκος, τέλος, γράφει στα απομνημονεύματα του «Επλημμύρισε η πόλις Έλληνες, και άρχισαν οι σφαγαί, αι λεηλασίαι, αι αρπαγαί και παν ό,τι δύναται να φαντασθή ο νους· εσκοτώνοντο άνδρες, γυναίκες και παιδιά».



Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου